- ληθαργώδης
- ληθαργώδης, -ῶδες (Α) [λήθαργος (Ι)]ληθαργικός.επίρρ...ληθαργωδῶς (Α)σε κατάσταση ληθαργίας, νάρκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληθαργώδη — ληθαργώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ληθαργώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ληθαργώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργώδεις — ληθαργώδης masc/fem acc pl ληθαργώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργωδῶς — ληθαργώδης adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek